φίλεργον

φίλεργον
φίλεργος
masc/fem acc sg
φίλεργος
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλεργόν — φιλεργός industrious masc/fem acc sg φιλεργός industrious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλεργος — η, ο / φίλεργος, ον, ΝΑ, και φιλεργός και φιλοεργός και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῡργος Α αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός αρχ. (το ουδ. στον τ. φιλεργός ως ουσ.) τὸ φιλεργόν η φιλεργία. επίρρ... φιλέργως ΝΜΑ, και φιλεργῶς Α με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”